σαράβαλο

σαράβαλο
τό
1) старьё; рухлядь; развалина (разго стуле и т. п.); 2) перен. развалина (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σαράβαλο" в других словарях:

  • σαράβαλο — το, Ν 1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο β) τελείως… …   Dictionary of Greek

  • σαράβαλο — το ό,τι έχει φθαρεί και διαλυθεί: Το ποδήλατό του έγινε σαράβαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαραβαλιάζω — Ν [σαράβαλο] 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ή κάποιον σαράβαλο, εξαρθρώνω, ξεχαρβαλώνω κάτι ή αχρηστεύω κάποιον (α. «έτσι όπως κάθησε, σαραβάλιασε την καρέκλα» β. «μού έδωσε τόσο που μέ σαραβάλιασε») 2. μέσ. σαραβαλιάζομαι (για πράγμ.) υφίσταμαι μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • σαραβαλιάζω — σαραβάλιασα, σαραβαλιάστηκα, σαραβαλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι σαράβαλο, διαλύω, ξεχαρβαλώνω: Το σαραβάλιασε κιόλας το αυτοκίνητο. 2. αμτβ., γίνομαι σαράβαλο: Αυτοκίνητο σαραβαλιασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαραβάλιασμα — το, Ν [σαραβαλιάζω] 1. το να γίνεται κάτι σαράβαλο 2. η κατάσταση τού σαραβαλιασμένου …   Dictionary of Greek

  • σαραβαλάκι — το, Ν [σαράβαλο] υποκορ. μικρό παλαιό όχημα που δεν λειτουργεί καλά …   Dictionary of Greek

  • χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση …   Dictionary of Greek

  • ερείπιο — το 1. καθετί το καταστραμένο, αλλ. χάλασμα, ρημάδι, σαράβαλο. 2. στον πληθ., ερείπια λείψανα, απομεινάρια καταστραμμένου κτίσματος. 3. μτφ., για άνθρωπο, ο εξαντλημένος ψυχικά ή σωματικά: Έγινε ερείπιο από την αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σακαράκα — η (λ. ιταλ.) 1. παλιό αυτοκίνητο, σαράβαλο: Δεν ταξιδεύω μ αυτή τη σακαράκα. 2. γενικά πράγμα παλιό και άχρηστο. 3. παλιό και άχρηστο σπαθί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»